- τοξοβολίστρα
- ἡ, Μείδος καταπέλτη που εξακόντιζε πολλά βέλη συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοξοβόλος + επίθημα -ίστρα (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. σφαιρ-ίστρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοξοβαλλίστρα — η, ΝΜ, και τοξοβαλίστρα Ν τοξοβολίστρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + βαλλίστρα «καταπέλτης» (< βαλλίζω)] … Dictionary of Greek
χειροτοξοβολίστρα — ἡ, Μ πολεμικό μηχάνημα εκτόξευσης βελών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τοξοβολίστρα «είδος καταπέλτη»] … Dictionary of Greek